Αντί βιογραφικού…
Ο Κώστας Θεοφάνους
Συγγραφέας – Ποιητής – Τεχνοκριτής
Θα γράψει για τον Γιάννη Ζουγανέλη:
Ο ζωγράφος Γιάννης Ζουγανέλης γεννήθηκε στη Μύκονο. Τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής τα έλαβε από δύο διακεκριμένους ζωγράφους- δασκάλους: τον Βασιλάκη, τον Φερνάντο Φένες και τον Αντώνη Πολυκαδριώτη. Έκτοτε, ως καταρτισμένος πλέον ζωγράφος παρουσίασε την εικαστική δημιουργία του σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, από τις οποίες απέσπασε ευμενή σχόλια τόσο των ειδικών όσο και του ευρύτερου φιλοτεχνικού κοινού. Έχει τιμηθεί με τρείς πανελλήνιες τιμητικές διακρίσεις, ενώ πίνακες του κοσμούν προσωπικές και δημόσιες αίθουσες. Κατοικεί μονίμως στον Πειραιά.
Ως προς την Τέχνη, έχει διατυπώσεις τις ακόλουθες ηθικές και αισθητικές αρχές: Η ζωγραφική δεν τελειώνει ποτέ. Όσο περισσότερο ζωγραφίζεις, τόσο περισσότερο ωριμάζεις. Και: Όποιος δεν έχει όνειρα, είναι σαν να έχει πεθάνει. Ξεκινώντας λοιπόν από αυτά τα θεμελιώδη πιστεύω, επιδίδεται στη ζωγραφική καλλιτεχνία, έχοντας πάντα στόχο την, κατά το δυνατόν, πληρέστερη ολοκλήρωση. Το έργο του, από την ως τώρα παρουσίασή του, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιστορικό, επικό και ρεαλιστικό. Βασική πηγή έμπνευσης, δηλαδή από εκεί, που κατά κύριο λόγο, αντλεί τη θεματογραφία του είναι η πατρίδα του, η Μύκονος γεγονός πολύ φυσικό άλλωστε. Πέραν αυτής όμως εμπνέεται από εκτενέστερα πεδία αναφοράς. Τα πεδία αυτά είναι η Ελληνική ιστορία και Μυθολογία, εύστοχες αναγωγές στην Αρχαιότητα, στο Βυζάντιο και στο Εικοσιένα. Έπ’ αυτών, εντύπωση προκαλεί η πατριδογνωσία του και η ικανότητα να διαπλάθει την εκάστοτε αρμόζουσα ατμόσφαιρα, στοιχεία με τα οποία κατορθώνει να παραπέμπει σε παρωχημένες εποχές. Έχει επίσης το χάρισμα να διαθέτει γνώσεις αρχιτεκτονικού σχεδίου και αυτό δίνει στις συνθέσεις του διαστάσεις αυθεντικότητας και έντασης. Καταγράφει με ανάγλυφο τρόπο το θέμα του και με τεχνοτροπία σαφώς προσωπική. Με όλα τούτα πετυχαίνει να προσδίνει στους πίνακές του μορφή ονειρική και συνάμα πραγματική.
Αλλά δεν περιορίζει τη θεματογραφία του στην Ιστορική μνήμη, αποκλειστικά. Ο ίδιος δηλώνει: Αισθάνομαι την ανάγκη να ζωγραφίζω τις ομορφιές της χώρας μας, την αγροτική ζωή και την ναυτική παράδοση της πατρίδας μας.
Στον τομέα αυτόν εικονογραφεί σκηνές τις καθημερινής βίωσης. Τις εικονογραφεί με πιστότητα, με λεπτομερειακή αφήγηση και με συμπαθητική χάρη. Το θέμα τώρα χάνει το ηρωικό ύφος και αποκτά τη μορφή της απλής καθημερινότητας. Πρόκειται για μια θεματογραφία εντελώς διαφορετική από την προηγούμενη, που όμως συγκινεί με την αφέλεια και το ανθρωπιστικό στοιχείο που προβάλλει.
Για τη ζωγραφική του ο τεχνοκριτής Κυριάκος Βαλαβάνης έχει γράψει, μεταξύ άλλων: Με το έργο του, δείχνει την αγάπη του στον πολιτισμό μας και με κάθε αξία πνευματικής κληρονομιάς. Έχει αισθητική συγκίνηση, προσωπική ευαισθησία, γοητεία, ευγένεια και εναρμόνιση του ιδεατού και του πραγματικού. Έργα εκφρασμένα με τα στοιχεία της πανάρχαιας καλλιτεχνικής και πολιτισμικής μας κληρονομιάς. Παραστατική η γραφή του,συνθετική η κάθε διάταξη του, προκαθορισμένο το σχέδιό του, αυθεντική και ρεαλιστική η τέχνη του. Με την προσφορά του φέρνει στο φως μυθοϊστορικά μνημεία αρχαίου κάλλους, από το απώτατο παρελθόν, από το Βυζάντιο, από τα μεταβυζαντινά χρόνια και από το πρόσφατο χθες. Ένα αισθητικό αποτέλεσμα με εποπτικότητα, με πειθαρχία σχεδίου, με προετοιμασία έκφρασης, με κατάλληλη κατανομή, με χρωματική συνθετικότητα και σε διεισδυτική ιστορική δράση.
Και ο Κυριάκος Ι. Βαλαβάνης
«Σμυρναίος»
Πρόεδρος
Πανελλήνιας Εταιρείας Λόγου και Τέχνης
Διεθνούς Εταιρείας Κριτικών Λογοτεχνίας
Το 2000 θα γράψει για το έργο του Γιάννη Ζουγανέλη:
Στον ζωγράφο Γιάννη Ζουγανέλη, αναβιώνει η αρχέγονη ομορφιά
Στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός, από 1-31 Ιανουαρίου 2000 εκθέτει στην ατομική του έκθεση 67 πίνακες ζωγραφικής, οι πολλοί των οποίων όπως ακριβώς τα έζησε με την αρχέγονη ομορφιά τους. Γέννημα θρέμμα της Μυκόνου και της κυκλαδίτικης νοοτροπίας, αναβιώνει στα έργα του όπως ακριβώς τα ένιωσε και αναμυθοποίησε ερειπωμένα υπολείμματα τα οποία ολοκλήρωσε με την αρχική τους μορφή όπως; τα κάστρα και μνημεία της αρχαιότητας. Θαυμαστής του αρχαίου πνεύματος, της βυζαντινής και νεωτέρας ιστορίας μας, θέλησε με την προβολή των έργων του να αποδώσει και με την οπτική του γλώσσα αναβιωμένο το πνεύμα τους και τον πολιτισμό τους, αλλά και για να δώσει απάντηση στους διαστρευλωτές της ιστορικής αλήθειας. Με Θρησκευτική ευλάβεια περιβάλει κάθε μνημείο της ιστορίας μας και της εκκλησιαστικής μας κληρονομιάς για αυτό και στα έργα του πέρα από τα θέματα της καθημερινότητας και της βιομάχης ορθώνει κάστρα, μνημεία, εκκλησίες, για να δείξει και μέσω αυτών την αγάπης του στον πολιτισμό μας και σε κάθε αξία πνευματικής και μνημειακής μας κληρονομιάς.
Ένας τελειομανής δημιουργός δεν χρειάστηκε να μιμηθεί αισθητικά πρότυπα νεωτερικών συρμών της σύγχρονης τέχνης ή και ανανεωτικής προσπάθειας ή και μοντέρνας έκφρασης, αλλά του αρκούν των προγόνων μας γεωμετρικές συνθέσεις και της αλάθητης σοφίας τους, που το έργο τους θαυμάζεται έως και σήμερον. Έχει μιαν άλλη αρχιτεκτονική αρχοντιά, αισθητική συγκίνηση, προσωπική ευαισθησία, γοητεία, ευγένεια και εναρμόνιση του ιδεατού και του πραγματικού. Αυτή την ιδιότυπη χάρη και το αισθητικό στοιχείο τέχνης και τεχνικής ακλούθησε ο ΓΖ που και γαλήνη έχει και σιγή και ποιητικό ρεαλισμό. Τα έργα του πολύμορφα ή απλά, έχουν μιαν αμείωτη αίσθηση, μια αισθητική τελείωση που ζει στην κάθε λεπτομέρεια με θαυμασμό και σεβασμό. Ποιητικές προσπελάσεις με σχήμα και χρώμα , που δίνουν μορφή στα οράματα με την ποιητική τους δύναμη. Έργα κλασικά τονικής διαρθρώσεως, αντικειμενικής αφηγήσεως, υπερρεαλιστικής αντιλήψεως, που αντικατοπτρίζουν νομίζεις το χθες μες στο σήμερα με μιαν άλλη μετουσιωμένη διεστωτική πραγματικότητα. Έργα, αν θέλετε, διαλεκτικής αντιπαραθέσεως, αλλά και ανανεωμένα μέσα από τους προβληματισμούς του χθες με μια συμβιβασμένη θέληση και μετουσιωτική ικανότατα και πάντοτε εκφρασμένα με τα στοιχεία της πανάρχαιας καλλιτεχνική και πολιτισμικής μας κληρονομιάς. Αυτό το διεστωτικό θαύμα των μορφολογικών μας εντυπώσεων με τις ανεξάντλητες εμπνεύσεις τους, απολαμβάνουμε και στην προσφορά του Γιάννη Ζουγανέλη, αφού τονίζει, σαν συνεχιστής των μεγάλων μας δημιουργών τις ιδιαιτερότητες διαιώνισης των παλαιών προτύπων. Παραστατική η γραφή του, συνθετική η κάθε διάταξή του, προκαθορισμένο το σχέδιό του, αυθεντική και ρεαλιστική η τέχνη του, εκφρασμένη στα όρια και τις προδιαγραφές εκείνων που δεν αντέγραφαν αλλά μέσω της γραφής τους έδινα διέξοδο στις εσωτερικές τους ανησυχίες.
Μια εικαστική ποίηση αισθητικής συγκινήσεως εκφρασμένη από τον Γ.Σ. με την εκείνων μέθοδο και δομή που θυμίζει μια τέχνη και τεχνική συζεύξεως μύθου και πραγματικότητας εκφρασμένη στα ρεαλιστικά τους πρότυπα ευαισθησίας, αποχρώσεως και συμμετρικής εικόνος. Αισθητικές αποτιμήσεις που αναποκρυπτογραφούν το κύρος και την αίγλη τους γι΄αυτό και τα ανασύρει (κάποια) μέσα από τα ερείπια, την ερημιά, την σιωπή και τον θόρυβο και σε εισαγάγει στα μυστικά του. Στην προσφορά του φέρει στο φως μυθοϊστορικά μνημεία αρχαίου κάλλους της αρχαιότητος, του Βυζαντίου, των μεταβυζαντινών χρόνων ακόμα και του πρόσφατου χθες. Παρουσιάζει τον βλεπόμενο και μη βλεπόμενο κόσμο τους, εκτυλίσσει την ιστορία τους, αφουγκράζεται την φωνή τους αναδύεται εις τα άδυτά τους, αποκρυπτογραφεί μυστικά τους, τα μεταφέρει στο σήμερα με τις χρωστικές του ουσίες μας επικοινωνεί ενώπιος ενωπίω στο ευχάριστο και φιλικό περιβάλλον τους και όλα αυτά με το μεταφυσικό και μη, εικονιζόμενο κόσμο του. ‘Ενα αισθητικό αποτέλεσμα με εποπτικότητα, πειθαρχία σχεδίου προετοιμασίας εκφράσεως, και με κατάλληλη κατανομή και χρωματική συνθετικότητα και διεισδυτική ιστορική όραση. Αυτός υπήρξεν ο κύκλος των αναζητήσεών του που τον δικαίωσε και αυτός τον ξεχώρισε σαν εικαστικοϊστορικό δημιουργό.
Όμως
ο Γιάννης Ζουγανέλης δεν είναι μόνο ζωγράφος αλλά είναι και συγγραφέας με πολύ σημαντικό έργο. Έχει γράψει για την αγαπημένη του Μύκονο, πηγή έμπνευσης και ιστορίας, αλλά ασχολήθηκε και με την Ιστορία του Ελληνισμού κατά τον Μεσαίωνα. Ένα τρίτομο έργο το οποίο είναι μια ιστορική αναδρομή που αφορά την ίδρυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Πολλάι τηλεοπτικά κανάλια αλλά και ραδιοφωνικοί σταθμοί έχουν ασχοληθεί κάνοντας αφιερώματα στο έργο του.
Ο ίδιος ο συγγραφέας Ιωάννης Ζουγανέλης γράφει γιατί συνέγραψε αυτό το τρίτομο έργο:
«Την τελευταία δεκαετία θέλησα να κάνω μια μακρά ιστορική έρευνα για την περίοδο που έχουν ονομάσει “Τα άγνωστα και σκοτεινά χρόνια του Μεσαίωνα”. Η χρονική περίοδος που ερεύνησα καλύπτει περίπου 1.500 χρόνια. Μελέτησα πάρα πολλά βιβλία ιστορικών συγγραφέων τις μεσαιωνικής περιόδου, Ελλήνων και ξένων, και τις πηγές τους τις διασταύρωσα με τα Γενικά Αρχεία του Κράτους.
Από όλα αυτά συγκέντρωσα τα σημαντικότερα και αξιολογότερα αποσπάσματα που αναφέρονταν στις κοσμοϊστορικές και κοσμογονικές αλλαγές που συντελέστηκαν στην Ευρώπη και γύρω από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, μετά τους πόλεμους με τους Πέρσες, άρχισαν οι πόλεμοι με τους Δυτικούς, Νορμανδούς, Καταλανούς και Σταυροφόρους. Η Δ΄ Σταυροφορία το 1204 σήμανε την αρχή του τέλους για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η Σταυροφορία αυτή ήταν ύπουλη και άνανδρη. Οι σταυροφόροι άλωσαν την Κωνσταντινούπολη και όλη την Ελλάδα.
Ταυτόχρονα, οι Τούρκοι κατακτούσαν μία-μία τις πόλεις της Μικράς Ασίας, κατέλαβαν όλη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και το 1453 άλωσαν τη Βασιλεύουσα. Μετά ακολούθησε μαύρη σκλαβιά περίπου 400 χρόνια.
Την περίοδο της τουρκοκρατίας, οι Τούρκοι πειρατές και κουρσάροι, με τις συντονισμένες και συνεχείς λεηλασίες, αρπαγές αιχμαλώτων και αδίστακτες σφαγές, ανάγκασαν τον πληθυσμό των νησιών και όλων των παραθαλάσσιων περιοχών να μεταναστεύσουν και να φύγουν ως πρόσφυγες στις διάφορες χώρες της Ευρώπης, όπου όλο το άνθος του ελλαδικού χώρου αφομοιώθηκε από τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και χάθηκε για πάντα από τον ελληνισμό».