ΜΙΧΑΛΗΣ ΝΙΚΟΛΙΝΑΚΟΣ (1923 – 1994)

Γεννήθηκε στα Άλικα Λακωνίας, αλλά από μικρός εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Μετά το 1946, σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητή τον Κωνσταντίνο Παρθένη και φοίτησε παράλληλα στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, ενώ υπήρξε και μαθητής του μεγάλου Δημήτρη Ροντήρη.

Ήταν ψηλός, φωτογενής, κομψός, αρρενωπός. Έγινε σύντομα γνωστός και αγαπητός σε πολλές θαυμάστριες. Θεωρήθηκε ζεν πρεμιέ της εποχής εκείνης.

Ασχολήθηκε επίσης με την ζωγραφική η οποία ήταν η κύρια επαγγελματική ενασχόλησή του, σε όλα τα εικαστικά είδη: λάδι, ακουαρέλες, μελάνι, εικονογραφήσεις σε διάφορα έντυπα (για πολλά χρόνια στην ετήσια έκδοση «Φιλολογική Πρωτοχρονιά»), εξώφυλλα βιβλίων, σκηνογραφίες, αφίσες και χρησιμοποιούσε κυρίως μελάνια για να αποτυπώσει τις σκέψεις του. Υπήρξε επίσης πολύ γνωστός και ως σκιτσογράφος με συνεργασίες σε περιοδικά και άλλα έντυπα

Το έργο του κρίθηκε εξπρεσιονιστικό, με καθαρό όμως προσωπικό τόνο.

Η επίδοσή του όμως στον κινηματογράφο υπήρξε επιτυχής.

Ήταν μια από τις πιο ανδροπρεπείς, αξιοπρεπείς κι ευγενικές φιγούρες που, για το ευρύ κοινό, καταγράφηκαν στην κινηματογραφική οθόνη, στις 35 ταινίες όπου συμμετείχε – είτε ως πρωταγωνιστής είτε ως δευτεραγωνιστής.

Ανάμεσα σ’ αυτές τις ταινίες: «Το τελευταίο ψέμα» του Μιχάλη Κακογιάννη, με συμπρωταγωνιστές Έλλη Λαμπέτη, Γιώργο Παππά, Μηνά Χρηστίδη, Δημήτρη Παπαμιχαήλ, «Αγιούπα», του Ελληνοαμερικανού Γκρεγκ Τάλας, με Άννα Μπράτσου, «Ο άνθρωπος του τρένου», σκηνοθεσία Ντίνος Δημόπουλος, με Άννα Συνοδινού, Γιώργο Παππά, Ζωρζ Σαρρή, «Έγκλημα στο Κολωνάκι», σκηνοθεσία Τζανή Αλιφέρη, με Ελένη Χατζηαργύρη, Μάρω Κοντού, Ανδρέα Μπάρκουλη – οι δυο τελευταίες από αστυνομικά μυθιστορήματα του Γιάννη Μαρή.

Ήταν από τους «σταρ» της εποχής, μαζί με τους Ανδρέα Μπάρκουλη, Κώστα Κακαβά, Αλέκο Αλεξανδράκη, Δημήτρη Παπαμιχαήλ, από τους λιγότερο γνωστούς ωστόσο, ίσως γιατί έμεινε λίγα χρόνια στον κινηματογράφο -μόλις μια δεκαετία- και που πιθανότατα δεν τον ενδιέφερε το σταριλίκι. «Αποχωρεί από τα κινηματογραφικά δρώμενα στα μέσα της δεκαετίας του ’60, όταν διαισθάνεται ότι τα πράγματα άλλαζαν για το ελληνικό σινεμά, που δεν μπορεί να συντηρήσει τη δυναμική του.

Παράλληλα, όντας πολιτικοποιημένος, έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και παραλίγο να είναι ένα από τα θύματα των ναζιστών στο μεγάλο μπλόκο της Κοκκινιάς, όπου γλίτωσε κρυμμένος σ’ ένα ξεροπήγαδο. Αρκετά έργα του είναι εμπνευσμένα από τα χρόνια εκείνα.

Ο Γιώργος Κακουλίδης θα γράψει για αυτόν: «Η μορφή του Μιχάλη Νικολινάκου αποτυπώθηκε στη μεγάλη οθόνη τη δεκαετία από το 1954 έως το 1964. Σνομπάροντας τη θεότητα μέσα του, κατάφερε να υπερβεί τον ρόλο του “πρωταγωνιστή” όχι γιατί ήταν ζωγράφος, αλλά γιατί αποφάσισε να μπει στην ιστορία μας μόνο με το πρόσωπό του, μακριά από κάθε ιδιότητα.

Δίχως να το καταλάβει, συνέδεσε δύο μεγάλες σχολές, τις οποίες υπηρέτησε σωστά, αν και διαμετρικά αντίθετες: υπήρξε μαθητής του ζωγράφου Παρθένη, δηλαδή της μεγάλης σχολής της σιωπής που καλλιέργησε ο Μέγιστος με το έργο του, ενώ ταυτόχρονα έπαιρνε μαθήματα λόγου στη θεατρική σχολή του Ροντήρη.

Από τον παράξενο αυτό γάμο, που είχε στο κέντρο του τον θάνατο του λόγου και την ανάστασή του, προέκυψε ένα πρόσωπο που χώραγε παντού και πουθενά, ικανό μονάχα ελευθερία να προβάλλει».

Ήταν ιδρυτικό μέλος της Εταιρίας Γραμμάτων & Τεχνών Πειραιά στην οποία διετέλεσε και Πρόεδρός της.

WP-Backgrounds Lite by InoPlugs Web Design and Juwelier Schönmann 1010 Wien